τελείωμα

τελείωμα
το, ΝΑ, και τελείωμα Ν, και θεσσαλικός τ. τελείουμα, Α [τελειῶ, -ώνω]
συμπλήρωση, ολοκλήρωση
νεοελλ.
1. πέρας, τέλος, σημείο τόπου ή χρόνου στο οποίο τελειώνει κάτι (α. «στο τέλειωμα τού δρόμου» β. «το τελείωμα τού φουστανιού»)
2. εξάντληση («το λάδι έφτασε στο τέλειωμά του»)
3. στον πληθ. τα τελειώματα
οι τελευταίες διαπραγματεύσεις ή οι τελευταίες ενέργειες
μσν.-αρχ.
τελειοποίηση, τελειότητα («τελείωμα τῆς ψυχῆς», Ευνάπ.)
αρχ.
αφιέρωση με την ευκαιρία τής τελείωσης, τής ενηλικίωσης.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • τελείωμα — completion neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τελείωμα — το, ατος τελειωμός (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τελειώματος — τελείωμα completion neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αποπεράτωση — η (AM ἀποπεράτωσις) τελείωμα, αποτέλειωμα, συμπλήρωση …   Dictionary of Greek

  • γλυπτική — Σήμερα ονομάζεται γενικά γ., η τέχνη της δημιουργίας ανάγλυφων και oλόγλυφων μορφών. Ο όρος όμως περικλείει δύο ουσιαστικά αντίθετες έννοιες· την καθαυτό γ., εκείνη που, όπως έλεγε ο Μιχαήλ Άγγελος, «προχωρεί με αφαιρέσεις του περιττού υλικού… …   Dictionary of Greek

  • κατάκλεισις — κατάκλεισις, ἡ (AM) [κατακλείω] μσν. ο περιορισμός σε έναν χώρο, η φυλάκιση αρχ. 1. το κλείσιμο 2. η αποπεράτωση, το τελείωμα 3. δοκάρι που στηριζόταν στους κίονες πολιορκητικής «χελώνης» …   Dictionary of Greek

  • κατάληξη — ἡ (AM κατάληξις) [καταλήγω] τέλος, παύση, τελείωμα νεοελλ. 1. έκβαση, απόληξη, αποτέλεσμα 2. γραμμ. η τελευταία συλλαβή ή ο τελευταίος φθόγγος τής λέξης, τα οποία δίνουν σαφή παράσταση τού τύπου της, σε αντιδιαστολή προς το θέμα ή στέλεχος αρχ. 1 …   Dictionary of Greek

  • ξάλεσμα — το [ξαλέθω] το τελείωμα τού αλέσματος …   Dictionary of Greek

  • πέρας — το, ΝΜΑ, επικ. τ. πεῑραρ και ιων. τ. πεῑρας, ατος, Α 1. τοπ. τέλος, τέρμα 2. στον πληθ. τα πέρατα (για τη γη, τη θάλασσα ή τον κόσμο) τα έσχατα όρια («απ τού κόσμου όλα τα πέρατα», Σολωμ.) 3. χρον. τελείωμα (α. «το πέρας τής εβδομάδας» β. «πέρας… …   Dictionary of Greek

  • παραστάδα — η / παραστάς, άδος, ΝΑ αρχιτ. 1. (στον εν. και πληθ.) τετράγωνη κολόνα χωρίς ραβδώσεις, κατασκευασμένη κατά την προέκταση τού τοίχου σε καθεμιά από τις μακριές πλευρές ενός κτίσματος, οικίας ή ναού, προς την πρόσοψή του 2. τετράγωνη κολόνα στην… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”